-
1 обида
обида ж η προσβολή, η αδικία· быть в \обидае на кого-л. είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον* * *жη προσβολή, η αδικίαбыть в оби́де на кого́-л. — είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον
-
2 обида
оби́д||аж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ. -
3 претензия
-и θ.αξίωση, απαίτηση, διεκδίκηση• αντιποίηση•предъявить -ю προβάλλω (εγείρω) αξίωση•
человек с -ями άνθρωπος με αξιώσεις.
εκφρ.быть в -и на кого – είμαι δυσαρεστημένος από κάποιον.
См. также в других словарях:
μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… … Dictionary of Greek